- ἀνταποκριθῶ
- ἀνταποκρῐθῶ , ἀνταποκρίνομαιanswer againaor subj pass 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσδοκία — η αναμονή, ελπίδα, απαντοχή: Προσπαθώ να ανταποκριθώ στις προσδοκίες των γονέων μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)